"Ευτυχία δεν είναι να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις πάντα αυτό που κάνεις" (Λέων Τολστόι)

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Αγαπητέ Θεε...

Μια ιστορία για το θάνατο, για τα παιδιά, για το πώς βλέπουν οι μεγάλοι και τα παιδιά τον πόνο και την απώλεια, αλλά πάνω απ' όλα δεν παύει να είναι μία ιστορία για τη ζωή και την αξία που της δίνουμε κάθε μέρα. 
...
Αγαπητέ Θεε, 
Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σου γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο. 
Σου το λέω εξαρχής: σιχαίνομαι να γράφω. Για να γράψω, πρέπει πραγματικά να είμαι αναγκασμένος να το κάνω, γιατί το γράψιμο είναι γιρλάντα και στολίδι και μεταξωτή κορδέλα. Τι άλλο είναι το γράψιμο από ένα ωραιοποημένο ψέμα; Το γράψιμο είναι για τους μεγάλους. 
Θες να σ'το αποδείξω; Ξανακοίτα λίγο πιο πάνω και δες πώς αρχίζω το γράμμα μου: "Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σου γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο". Ε, δε θα μπορούσα να γράψω: "Με φωνάζουν Γλόμπο, δε δείχνω παραπάνω από επτά, μένω στο νοσοκομείο λόγω του καρκίνου μου, και δεν σου έχω απευθύνει ποτέ το λόγο γιατί πιστεύω πώς δεν υπάρχεις";
Βέβαια, αν το γράψω αυτό ,την πάτησα, γιατί θα δείξεις λιγότερο ενδιαφέρον για μένα. Κι εγώ έχω ανάγκη το ενδιαφέρον σου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα' θελα να βρεις χρόνο να μου κάνεις και δυο-τρεις χάρες. 
Εξηγούμαι: 
Το νοσοκομείο, δε λέω, είναι μέρος πάρα πολύ συμπαθητικό, γεμάτο ευχάριστους μεγάλους που μιλάνε δυνατά, γεμάτο παιχνίδια και ροζ κυρίες που τους αρέσει να διασκεδάζουν με τα παιδιά, γεμάτο φίλους που είναι πάντα εκεί όταν τους θέλεις, όπως ο Μπέικον, ο Αϊνστάιν ή ο Ποπ Κορν. Για να μη στα πολυλογώ, το νοσοκομείο είναι μία χαρά για έναν άρρωστο που το διασκεδάζει. 
Εγώ όμως, δεν το διασκεδάζω πια. Από τότε που έκαναν τη μεταμόσχευση, το καταλαβαίνω: δεν το διασκεδάζω πια. Κάθε πρωί που μ' εξετάζει ο γιατρός Ντίσελντορφ, δεν το αντέχω, τον απογοητεύω. Με κοιτάζει αμίλητος, σαν να είχα κάνει καμία αταξία. Κι όμως, ήμουν τόσο συνεργάσιμος στην εγχείριση! Καθόμουν φρόνιμος, τους άφησα να με κοιμήσουν, πόνεσα και δε φώναξα, πήρα όλα μου τα φάρμακα. Είναι κάτι μέρες, όμως, που έτσι μου'ρχεται να του φωνάξω κατάμουτρα, να του πω ότι μπορεί να φταίει και ο ίδιος, ο γιατρός Ντίσελντορφ με τα μαύρα φρύδια, να φταίει αυτός που απέτυχε η εγχείριση. Μα παίρνει εκείνο το δυστυχισμένο ύφος του, και δεν μου πάει να τον βρίσω. 
Η ατμόσφαιρα χειροτερεύει. Μίλησα γι΄αυτό στο φίλο μου τον Μπέικον. Ο φίλος μου, για να λέμε την αλήθεια, δε λέγεται Μπέικον. Λέγεται Ιβ, αλλά εμείς τον φωνάζουμε Μπέικον που του πάει γάντι, αφού είναι ψηλός κι όλο καψίματα.
"Μπέικον, μου φαίνεται ότι οι γιατροί δε μ'αγαπάνε πια - τους φέρνω στενοχώρια"
"Ιδέα σου είναι, Γλόμπε! Δεν παθαίνουν τίποτα οι γιατροί. Το μυαλό τους κατεβάζει συνέχεια εγχειρήσεις. Εμένα, ας πούμε, μου έχουν υποσχεθεί τουλάχιστον έξι." 
"Θα τους εμπνέεις..."
"Εμένα μου λες!" 
"Μα γιατί δε μου λένε ξεκάθαρα ότι θα πεθάνω;"
Και τότε ξαφνικά, ο Μπέικον έκανε ό,τι κάνουν όλοι στο νοσοκομείο: κουφάθηκε. Αν πεις τη λέξη "πεθαίνω" μέσα σ' ένα νοσοκομείο, κανείς δεν ακούει. Μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα βρουν εκεί μία δικαιολογία και θ' αλλάξουν κουβέντα. Έκανα το τεστ με όλο τον κόσμο - εκτός από τη θεία Ροζ. 
Σήμερα το πρωί, λοιπόν, θέλησα να δω αν κι αυτή γίνεται περήφανη στ' αφτιά την κρίσιμη στιγμή. 
"Θεία Ροζ, γιατί δε μου λέει κανείς ότι θα πεθάνω;" 
Με κοιτάζει. Άραγε θ' αντιδράσει όπως οι άλλοι; Αχ, σε παρακαλώ, μείνε μαζί μου, κράτησε ανοιχτά τ' αφτιά σου! 
"Και γιατί να σ'το πουν αφού το ξέρεις;" 
Ουφ! Άκουσε. 
"Μου φαίνεται, θεία Ροζ, ότι στο μυαλό τους έχουν άλλο νοσοκομείο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Κάνουν θαρρείς και τα νοσοκομεία είναι μόνο για να μπεις και να γίνεις καλά, ενώ τα νοσοκομεία μπορεί να είναι ακόμα και για να πεθάνεις." 
"Έχεις δίκιο, Όσκαρ. Πιστεύω, μάλιστα, ότι το ίδιο λάθος κάνουμε και για τη ζωή. Ξεχνάμε ότι η ζωή σπάει, ότι η ζωή, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, γίνεται χίλια κομμάτια, ότι η ζωή είναι εφήμερη. Κάνουμε σαν να είμαστε αθάνατοι.


(Από το βιβλίο "Αγαπητέ Θεέ" του Ερικ Εμανουέλ Σμιτ) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μπορεί επίσης να σας ενδιαφέρει: