"Τρώω ακατάπαυστα, αλλά, αν με ρωτήσεις, δεν ξέρω να σου πω τι είναι πείνα. Ο άνθρωπος που τρώει ό,τι βρει γιατί δεν πεινάει."
"-...και πάω και τρώω.
- Τι τρώτε;
-Ξέρετε, θα το πω. Σκέφτηκα, τι μαλακίες με ρωτάει τώρα;
... Τρώω φαγητό.
-Τι θα πει "φαγητό";
-Θα πει γλυκά.
-Τι θα πει "γλυκά";
-Τρώω αυτό που μου λείπει. Τρώω τη γλύκα της ζωής. Τρώω χαρά. Τρώω ευχαρίστηση. Τι θυμήθηκα... Προχτές ήμουν με τη φίλη μου τη Χ. Κάναμε έρωτα κι ύστερα θέλησε να μου προσφέρει μία καριόκα. Εγώ δεν την ήθελα καθόλου. Τι να την κάνω, αφού είχα την original..."
"Όλη την εβδομάδα έτρωγα ασταμάτητα. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι φερόμουν όπως ακριβώς τότε που, παιδάκι, περίμενα τον πατέρα μου με τις σακούλες τα καλούδια, που τα καταβρόχθιζα ασυγκράτητα. Μπορεί η μάνα μου να μην ήταν πια εκεί, όμως εκείνος, αν και δεν ερχόταν πάντοτε, ερχόταν κάποτε. Ήταν η ελπίδα μου."
"Τις τελευταίες μέρες μού συνέβη κάτι πρωτοφανές για μένα. Κάθομαι στο τραπέζι να φάω επειδή πεινάω. Δεν ξέρω αν σας το έχω πει, αλλά εγώ είμαι ο άνθρωπος που δεν έχει πεινάσει ποτέ, ούτε ξέρει τι θα πει πείνα. Πάντα τρώω βουλιμικά, όχι επειδή πεινάω. Και τώρα νιώθω ότι πεινάω. Είναι κάτι τελείως καινούργιο για μένα. Δέχτηκα φαίνεται κάτι τελικά: η μαμά δεν ζει, ο πατέρας δεν θα έρθει."
"Μου αρέσουν τα γλυκά. Όταν όμως αρχίζω να τρώω, τρώω τόσα, που στο τέλος μού πονάει το στομάχι μου. Το ξέρω έτσι θα γίνει, αλλά δεν μπορώ και το κάνω. Είναι σαν εκείνη την ώρα να εκδικείσαι τη σκέψη σου, το συναίσθημά σου, το μυαλό σου γενικότερα."
"Αν θέλεις να δεις έναν άνθρωπο που δεν έχει πεινάσει ποτέ, κοίτα εμένα: τρώω συνέχεια, ό,τι βρω μπροστά μου, χωρίς να πεινάω. Δεν ξέρω τι σημαίνει το αίσθημα της πείνας."
"Όταν με πιάνει η βουλιμία, παίρνω και τρώω ό,τι βρω μπροστά μου. Τρώω ασταμάτητα μέχρι που δεν μπορώ άλλο, και πρέπει να κάνω εμετό για να μη σκάσω. Όμως, δεν τρώω επειδή πεινάω. Ποτέ δεν έχω φάει επειδή πεινούσα. Δεν τρώω φαΐ. Τρώω χαρά. Τρώω αγάπη. Όσα δε χόρτασα ποτέ τρώω. Σε όλη μου τη ζωή, δεν χόρτασα ποτέ ζωή... Δεν χόρτασα ζωή."
"Αν υπάρχει άνθρωπος που δεν ξέρει τι θα πει πείνα, αυτός είμαι εγώ. Γιατί τρώω πάντοτε ό,τι βρω μπροστά μου, χωρίς να νιώθω αν πεινάω. Δεν ξέρω αν πεινάω ή δεν πεινάω. Το αίσθημα της πείνας και του κορεσμού έχει μπλοκάρει. Το μόνο που γίνεται είναι να τρώω και να μην τρώω ανάλογα με την κατάστασή μου, το πώς είμαι. Τρώω όταν είμαι άσχημα, όταν έχω λύπη ή ανία..."
"Πάντα κάτι δεν μου φτάνει κι έτσι με πιάνει βουλιμία. Όμως, αφού δεν σημαίνει "πεινάω", τότε τι σημαίνει "τρώω";"
"Δε νιώθω καλά με το σώμα μου. Κάποιος μέσα μου με επικρίνει συνέχεια για το πώς είμαι. Κι εγώ προσέχω συνέχεια, όλο αγωνία, τι τρώω, πώς φαίνομαι. Αλλά κάθε τόσο πέφτω με τα μούτρα και τρώω ό,τι βρω. Γλυκά κυρίως. Τρώω μέχρι που μου πονάει το στομάχι μου. Μάλλον αυτό προηγείται, επειδή αυτό που είμαι σήμερα είναι το σημείο όπου συναντιούνται δύο ηλικίες: το παιδί που θέλει να κάνει το δικό του, να φάει όσα γλυκά θέλει, να κάνει σκανταλιές... και κάποιος μεγάλος που το επικρίνει συνέχεια και το καταπιέζει. Το γλυκό δεν σου προσφέρει τίποτα, είναι ένα κενό. Κι εγώ όταν τρώω τα γλυκά μέχρι να πονέσω, τρώω το τίποτα, το κενό."
(Από το βιβλίο "Όπως ειπώθηκαν εκεί και ακούστηκαν" του Ν. Σιδέρη)